αδιάγνωστος

αδιάγνωστος
ος , ον мед.
1) неустановленный, недиагностированный; 2) не поддающийся диагностированию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αδιάγνωστος" в других словарях:

  • ἀδιάγνωστος — indistinguishable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάγνωστος — η, ο (Α ἀδιάγνωστος, ον) [διαγιγνώσκω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαγνωσθεί, να κατανοηθεί εύκολα 2. ο δυσδιάκριτος, αδιόρατος, ο υποθετικός …   Dictionary of Greek

  • αδιάγνωστος — η, ο αυτός που δε διαγνώστηκε ή δεν μπορεί να διαγνωστεί: Πάσχει από αδιάγνωστη αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαγνώστως — ἀδιάγνωστος indistinguishable adverbial ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάγνωστον — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem acc sg ἀδιάγνωστος indistinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαγνώστοις — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαγνώστου — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαγνώστων — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάγνωστα — ἀδιάγνωστος indistinguishable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάγνωστοι — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»